ἡνιοχεῖται

ἡνιοχεῖται
ἡνιοχέω
hold the reins
pres ind mp 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δυσηνιόχητος — δυσηνιόχητος, ον (Α) αυτός που δύσκολα ηνιοχείται …   Dictionary of Greek

  • ευοχώ — εὐοχῶ, έω (Α) [εύοχος] 1. παθ. εὐοχοῡμαι, έομαι (για ελέφαντα) κατά το λεξ. Σούδα «εὐοχεῑται, ἐπὶ τοῡ ἐλέφαντος, καλῶς ἡνιοχεῑται» 2. το «εὐοχούμενοι ἵπποι», στον Ξεν. είναι εσφαλμ. γραφή αντί «εὐωχούμενοι» …   Dictionary of Greek

  • κέλευσμα — το (ΑΜ κέλευσμα, Α ποιητ. τ. κέλευμα, Μ και κέλεσμα) πρόσταγμα, παράγγελμα, διαταγή, προσταγή, εντολή νεοελλ. ναυτ. παράγγελμα για εκτέλεση ασκήσεως ή υπηρεσίας αρχ. 1. κλήση, παρακίνηση, πρόσκληση, προτροπή 3. (σε μάχη, για στράτευμα ή για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”